ὑδατίνους

ὑδατίνους
ὑδάτινος
watery
masc acc pl
ὑδάτινος
watery
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αστακοτροφία — η η τέχνη της εκτροφής και του πολλαπλασιασμού του αστακού ή της καραβίδας σε κλειστούς υδάτινους χώρους (αστακοτροφεία), όπου επικρατούν ή δημιουργούνται συνθήκες θερμοκρασίας, οξυγόνωσης και διατροφής κατάλληλες για την ανάπτυξή τους …   Dictionary of Greek

  • Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

  • Μάρεϊ-Ντάρλινγκ, λεκάνη — (Murray Darling Basin). Υδρογραφικό σύστημα (συνολικό μήκος 3.370 χλμ. από τις πηγές του Ντάρλινγκ έως τις εκβολές του Μάρεϊ, λεκάνη απορροής 1.611.469 τ. χλμ.) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας. Σχηματίζεται από τον κάτω ρου του ποταμού Μάρεϊ και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”